Ανόργανα και ορυκτά φάρμακα στην αρχαιότητα
Ε. Σκαλτσά-Επίκουρη Καθηγήτρια Τομέας Φαρμακογνωσίας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστημιόπολις, Ζωγράφου, Αθήνα, 157 71.
Πηγή: http://www.iama.gr/ethno/oropos/skaltsa.htm
ftiaxno.gr
Αιθάλη λιβανωτού ή στύρακος
| |
Ακόνη Ναξία
|
Είδος σμύριδος ή μίγμα σιδήρου. Σε αλωπεκία (επιχρίσεις) και εσωτερικώς με όξος σε επιληψία
|
Άλας αιγύπτιο
|
Σε αρθριτικά
|
Άλας θηβαϊκό
|
εμμηναγωγό
|
Αλός άνθος (πιθανόν σόδα αναμεμιγμένη με εμπυρευματικές ουσίες)
|
Σε κακοήθη έλκη των γεννητικών οργάνων, σε πυόρροια των ώτων
|
Αλός άχνη (αφρός θαλάσσης επικαθήμενος στους βράχους-περιέχει χλωριούχα και θειικά άλατα αποξηραμένα)
|
Ίδια χρήση με το προηγούμενο
|
Άλς, άλες (χλωριούχο νάτριο)
|
Σε ατμόλουτρα, με μέλι ως καθαιρετικό, με έλαιο και αφέψημα κριθής σε υποκλυσμούς, σε οφθαλμικές παθήσεις, σε δήγματα ερπετών, σε ερυσίπελας, σε ωταλγίες κλπ.
|
Άλμη (διάλυμα άλατος σε νερό)
|
Στυπτικό, σε κλύσματα επί δυσεντερίας
|
Άμμος (διαπυρωμένη από τον ήλιο)
|
Σε αμμόλουτρα υδρωπικών
|
Αντίσποδον και αντισπόδιον
|
Είχε ιδιότητες μεταλλικών οξειδίων. Λαμβανόταν από την τέφρα μίγματος φύλλων μύρτου, κυδωνίων, σχίνου κλπ
|
Αρμένιον (πιθανόν χαλκούχο ορυκτό-αζουρίτης ή άργιλος εμποτισμένη με άλας χαλκού)
|
Δράση παρόμοια, αλλά ηπιώτερη της χρυσόκολλας
|
Αρσενικόν ή αρρενικόν (κίτρινη σανδαράχη, As2S3)
|
Καυστικό, εσχαρωτικό, αποψιλωτικό
|
Ασβόλη, αιθάλη
|
Στυπτικό, σε εγκαύματα, επουλωτικό σε έλκη
|
Άσφαλτος
|
Με χοίρειο στέαρ σε εγκαύματα, με θείο σε υποκαπνισμούς κατά της υστερίας
|
Γη αμπελίτις ή φαρμακίτις
|
Σε τριχοβαφές
|
Γη ερετριάς (άργιλος ή κρητίς)
|
Στυπτικό, μαλακτικό
|
Γη κιμωλία (λευκή και ερυθρή γη)
|
Με όξος κατά παρωτίδος, εγκαυμάτων και φλογώσεων
|
Γη λημνία (ερυθρή άργιλος)
«Η δε Λημνία λεγομένη γή έστιν εκ τινος υπονόμου αντρώδους αναφερομένη και μειγνυμένη αίματι αιγείω, ήν οι εκεί άνθρωποι αναπλάσσοντες και σφραγιζόμενοι εικόνι αιγός σφραγίδα καλούσιν….»
|
Εμετικό, αντίδοτο δηλητηρίων, θεραπευτικό πληγών.
|
Γη μηλία (άργιλος)
|
Κατά της λέπρας
|
Γη πνιγίτις (άργιλλος)
|
Δράση ανάλογη της κιμωλίας γης, αλλά ηπιότερη
|
Γη σαμία (άργιλος ή κρητίς)
|
Σε γυναικολογικές παθήσεις
|
Γη χία (άργιλος)
|
Ψιμύθιο για το πρόσωπο
|
Γύψος (θειικό ασβέστιο)
|
Με σιτάλευρο, ως ποτό, σε μητρορραγίες
|
Διφρυγές (υπολείμματα από την εκκαμίνευση χαλκού και ψευδαργύρου)
|
Στυπτικό, ξηραντικό, επουλωτικό. Με τερεβινθίνη ή κηρωτή στη θεραπεία των αποστημάτων
|
Θείον
|
Σε υποκαπνισμούς επί υστερίας, σε επιχρίσεις κατά της λέπρας, με ρητίνη σε δήγματα από σκορπιούς
|
Ινδικόν
|
Σε έλκη
|
Ιός σιδήρου (οξείδιο του σιδήρου)
|
Στυπτικό σε υποθέματα σε λευκόρροια των γυναικών. Με όξος (οξικός σίδηρος) σε επιχρίσεις κατά του ερυσιπέλατος και σε αλοιφές κατά της αλωπεκίας
|
Καδμεία ή πομφόλυξ (οξείδιο του ψευδαργύρου)
|
Στυπτικό, επουλωτικό σε κακοήθη έλκη και στην οφθαλμιατρική
|
Κεραμίτις (άργιλος)
|
Ξηραντική σε πυώδη έλκη
|
Κιννάβαρι (θειούχος υδράργυρος)
|
Σε οφθαλμικές νόσους, στυπτικό και με κηρωτή σε εξανθήματα
|
Κοράλλιον ή κουράλιον (ο εξ ανθρακι-κού ασβεστίου σκελετός του)
|
Στυπτικό, επουλωτικό
|
Κύανος (πιθανόν λαζούλιθος)
|
Κατασταλτικόν, εσχαρωτικό
|
Λεπίς στομώματος
|
Καθαρτικό
|
Λιθόκολλα (μίγμα κόνεως από παριανό μάρμαρο και ταυρόκολλας)
|
Για ανακόλληση των βλεφαρίδων
|
Λίθος αετίτης (οξυπυριτικόν ορυκτό)
|
Σε αλοιφές επί επιληψίας
|
Λίθος αιματίτης (ορυκτό οξείδιο του σιδήρου)
|
Στυπτικό σε αιμοπτύσεις, οφθαλμικά νοσήματα και διουρητικό με οίνο
|
Λίθος αλαβαστρίτης ή όνυξ (ίσως αλάβαστρο-θειικό ασβέστιο)
|
Με κηρωτή σε στομαχικούς πόνους
|
Λίθος αραβικός (λευκό μάρμαρο ή αραγωνίτης)
|
Οδοντόσκονη
|
Λίθος άσσιος (αγνώστου συστάσεως)
|
Απισχναντικό, σε δοθιήνες
|
Λίθος γαγάτης (φαιάνθραξ)
|
Μαλακτικό, σε υποκαπνισμούς σε υστερικούς σπασμούς και σε αλοιφές κατά της ποδάγρας
|
Λίθος γαλακτίτης (πιθανόν ανθρακικό ή φωσφορικό ασβέστιο)
|
Σε οφθαλμικά αποστήματα
|
Λίθος γεώδης (άργιλος)
|
Στυπτικός, ξηραντικός, σε οφθαλμικές νόσους
|
Λίθος θρακίας (σκληρός φαιάνθραξ)
|
Ίδιες χρήσεις με τον γαγάτη λίθο
|
Λίθος θυΐτης (φωσφορικόν αργίλιο)
|
Σε οφθαλμικές νόσους
|
Λίθος ίασπις (οξυπυριτικό ορυκτό άγνωστης συστάσεως)
|
Ωκυτόκιο μέσο, που έδεναν στο μηρό της επιτόκου
|
Λίθος ιουδαϊκός (άγνωστης χημικής συστάσεως)
|
Διουρητικό και σε νεφρολιθίαση
|
Λίθος μαγνήτης (Fe3O4)
|
Με μελίκρατο
|
Λίθος μελιτίτης (πιθανόν αργιλούχο ορυκτό)
|
Χρήσεις ανάλογες με τον γαλακτίτη
|
Λίθος μεμφίτης (άγνωστης συστάσεως)
|
Αναισθητικό εγχειρήσεων
|
Λίθος μόροχθος (τάλκης ή στεατίτης)
|
Σε πόνους της κύστης και σε αιμοπτύσεις
|
Λίθος ο εν τοις σπόγγοις (ανθρακικό ασβέστιο)
|
Με οίνο σε λιθίαση
|
Λίθος οστρακίτης (πιθανόν όστρακο θαλασσίων ζώων ή κόκκαλο σουπιάς)
|
Με οίνο ως ποτό για επίσχεση των εμμήνων, ψίλωθρο γυναικών (=αποτρι-χωτικό)
|
Λίθος οφίτης (ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο)
|
Σε κεφαλαλγίες και οφιόδηκτους
|
Λίθος πυρίτης (κατά τον Διοσκουρίδη ο χαλκοπυρίτης, κατά τον Πλίνιο ο μυλόλιθος)
|
Αποκαθαρτικό
|
Λίθος σεληνίτης (γύψος)
|
Σε επιληψία
|
Λίθος σχιστός (είδος αιματίτου)
|
Σε ραγάδες και κήλη
|
Λίθος φρύγιος (αργιλούχο ορυκτό ή ηφαίστειος σκωρία)
|
Στυπτικό, εσχαρωτικό, με κηρωτή σε εγκαύματα
|
Μελαντηρία (αμφίβολη η σύστασή του, ίσως ακάθαρτος θειικός σίδηρος των βυρσοδεψών)
|
Χρήσεις, όπως και το μίσυ
|
Μίλτος (σιδηρούχος άργιλος, κοκκινό-χωμα)
|
Στυπτικό, σε έμπλαστρα
|
Μίσυ (σιδηροπυρίτης, FeS2)
|
Καθαιρετικό, στην παρασκευή εμπλάστρων, με οίνο σε γυναικολογικές παθήσεις και στην οφθαλμιατρική
|
Μόλυβδος: πολλά είδη
Μόλυβδος ο μεταλλικός
Πεπλυμένος (μολυβδόσκονη με κάποιο οξείδιο)
Κεκαυμένος (οξείδια του μολύβδου)
Σκωρία μολύβδου (μίγμα οξειδίων του μολύβδου)
Μολυβδοειδής λίθος (ίσως γαληνίτης)
Ψιμύθιο (βασικός ανθρακικός μόλυβδος)
Σάνδυξ (πυρωθέν ψιμύθιο)
Μίνιο
Μολύβδαινα (ασαφής η σύσταση, πιθα-νόν μίγμα από οξείδια μολύβδου, αργύ-ρου και ασβέστου)
|
Σε επίδεση πληγών
Αιμοστατικό επί κονδυλωμάτων και αιμορροΐδων
Ισχυρότερος του προηγουμένου
Στυπτικότερος του κεκαυμένου
Ως η σκωρία
Σε οφθαλμικά κολλύρια
Ως το ψιμύθιο
Χρωστική
Σε νόσους της μήτρας, των ώτων κλπ
|
Νίτρον και αρχαιότερα λίτρον (η ορυκτή σόδα και όχι το νιτρικό νάτριο ή κάλιο)
|
Σε τροχίσκους, εισαγόμενους στα γεννητικά όργανα για σύλληψη
|
Νιτρούχο ύδωρ
|
Σε δερματικές νόσους, σε πεσσούς, σε αλοιφή στυπτική, σε κλύσματα, σε στοματοχρίσματα
|
Αφρός νίτρου (ποτάσσα)
|
Εσωτερικά σε κωλικούς, σε εγχύσεις σε νόσους των ώτων και εξωτερικά σε έμπλαστρα για λέπρα
|
Όστρακα (κέραμοι ψημένοι)
|
Με όξος σε κνησμό, εξανθήματα. Σε αλοιφή για τις χοιράδες
|
Πομφόλυξ
|
Χρήσεις, όπως και η καδμεία
|
Σανδαράκη ερυθρή (As2S3)
|
Καθαιρετικό. Σε σκόνη σε ωτίτιδες, με τερεβινθίνη σε αλωπεκία, με έλαιο σε φθειρίαση και σε καταπότια κατά του άσθματος. Συστατικό του καρικού φαρμάκου (αλοιφή για πληγές)
|
Σανδαράκη ψευδής (είδος οξειδίου του μολύβδου)
| |
Σάπφειρος (δεν πρόκειται περί του πολυτίμου λίθου, αλλά για κάποιο ορυκτό με χαλκό)
|
Ως ποτό σε σκορπιόδηκτους, σε κηλίδες του κερατοειδούς
|
Σμύρις (λίθος)
|
Σε ουλίτιδες και για καθαρισμό των οδόντων
|
Στίμμι και στίβι (ορυκτός αντιμονίτης-Sb2S3)
|
Επουλωτικό ελκών, με στέαρ κατά των εγκαυμάτων
|
Στυπτηρία (αργιλούχα ορυκτά)
|
Ουλίτιδες, σε φαγέσορες, ξηραντικό πληγών, στυπτικό, σε αιμορραγίες
|
Σώρυ (πιθανόν ορυκτός θειικός χαλκός, ενέχων και ακάθαρτο θειικό σίδηρο με περίσσεια οξέος)
|
Σε οδονταλγίες, τερηδόνα, για τα μαλλιά ως μαύρη βαφή
|
Τέφρα κληματίνη (ανθρακικό κάλιο, προερχόμενο από την αποτέφρωση φυτών)
|
Με όξος ως επιθέματα σε δήγματα από ερπετά και σκύλους και ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις από μύκητες
|
Τρυξ (το ίζημα από παλαιό οίνο, ανθρακικό κάλιο και μεταλλική σκωρία)
|
Σε τροχίσκους αντί σάπωνος, στυπτικό, αντιρρευματικό
|
Υδράργυρος
|
Δηλητήριο, διαβρωτικό. Αντίδοτο: γάλα
|
Χαλκός: πολλά χαλκούχα φάρμακα
| |
Κεκαυμένος χαλκός
|
Στυπτικό, εμετικό, επιπαστικό, επουλωτικό
|
Άνθος χαλκού (κάποιο οξείδιο)
|
Επουλωτικό, σε αιμορροΐδες κλπ
|
Χαλκίτις
|
Εσχαρωτικό, αντιψωρικό κλπ
|
Χάλκανθο, χαλκανθές, χαλκάνθη (θειικός χαλκός)
|
Στυπτικό, ανθελμινθικό, εμετικό, εσχαρωτικό κλπ
|
Χρυσόκολλα (πολλές ουσίες, ίσως μαλαχίτης)
|
Μαλακτικό, ξηραντικό, σμηκτικό ούλων
|
Ιός (βασικός ανθρακικός χαλκός)
|
Εσχαρωτικό, επουλωτικό
|
Ιός σκώληκος (οξείδιο του χαλκού)
|
στυπτικό
|
Λεπίς χαλκού (οξείδιο του χαλκού)
|
Στυπτικό, επουλωτικό, στην οφθαλμολογία
|
Σποδός (μεταλλικό οξείδιο)
Σποδός κυπρίη (οξείδιο του χαλκού)
Σποδός ιλλυρίη (οξείδιο του χαλκού)
Σποδός χρυσίη μετά μίσυος (άγνωστο)
Μέλαν το κύπριον (ίσως οξείδιο του χαλκού)
|
Επουλωτικό σε οφθαλμικές νόσους, σε έμπλαστρα
Επουλωτικό πληγών
Σε έμπλαστρα γυναικολογικών παθήσεων
Σε πεσσούς γυναικολογικών παθήσεων
|
Ώχρα (ορυκτό από άργιλο και οξείδιο του σιδήρου)
|
Στυπτικό, διαλυτικό φυμάτων και σαρκωμάτων
|
Ε. Σκαλτσά-Επίκουρη Καθηγήτρια Τομέας Φαρμακογνωσίας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστημιόπολις, Ζωγράφου, Αθήνα, 157 71.
Πηγή: http://www.iama.gr/ethno/oropos/skaltsa.htm
ftiaxno.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου